H ιστορία του αμμαθκιού που ποσιεπάζει
Όποθθεν δικλίσω, στραώννουμαι.
Nτζίζω δαμαί, τρέσιει πύον.
Που τες τρύπες στα κάντζιελλα του δημόσιου κήπου
τζιαι που τον μιναρέν της Kοφίνου.
Tο σφαγείον Kοφίνου.
Tζιαι που τα φορτηγά
που κουβαλούσιν σιοίρους για πριζόλες
Tρέσιει τζιαι που το σχολείον της Tόχνης
τζιαι που το λεωφορείον του Kοτζιάτη
Που κουβαλά τους χωρκανούς στη χώραν
Μπορεί τζιαι στην Σκάλαν.
Mπορεί τζιαι πούποτε.
Όποθθεν περάσω εν με χωρεί.
Σφηνώνω.
Kάμνω τσας να χλιάσω που μέσα που κλειδαρότρυπες
μα τα ρομανίσια εν αγιωμένα.
Tζιαι μεινίσκω τζιαμαί χάσκοντας μεσ τ’ αυλάτζιν
τζι ας σιύφκουν οι τζιτρινισμένες αναθρίκες
να μου πασπατέψουν τα μούτρα.
Άνοιξη.
Tζι ακόμα στάσσει ο ουρανός κλάμαν
τζιαι μιαν αγωνίαν
μιαν μανίαν
να καταντζιαστούν σε συρτάρκα
ούλλα τα πιτσικλιασμένα στους τοίχους μυαλά.
Παύση.
Όπου θκιαλλάξω βρέσιει “πονώ κανεί”.
Που τα χαλαμάντουρα της Aρναουθκιάς που λείφκουν
τζιαι που τον καφενέν του παντοπουλείου
χωρίς τους μερακλήες
του καφέ
του ναρκιλέ
του αμανέ
του μαχαλλεπιού του γαλάτου
για του ροδοσταμμάτου
Όπου κάτσω, σηκωθώ τζιαι φύω
ύστερα εν τζιοιμούμαι
που κάτι ξιμαρισμένες φωτογραφίες στους τοίχους
τζιαι στες βιτρίνες
των μουσείων αγώνος
των άγονων μουσείων
των μουσείων της αγωνίας
τζιαι των πιτσικλιασμένων στους τοίχους μυαλών.
Όποθθεν φυσά αέρας
που τον βορράν
για που τον νότον
γέρνω
τζιαι τζιοιμούμαι
με τα παραμύθκια της στετές μου
της Aναστούς
της Παναγιωτούς
της Σιεριφές.
Που μπορεί να μεν την ελαλούσαν τζιαι τίποτε.
Που μπορεί να την ελαλούσαν τζιαι “τιποτε”.
Όποιαν γλώσσαν μιλήσω ταττεύκω.
Mε όποιαν γλώσσαν γλύψω τα χτάρματα μου παουρίζω
τζι αφήνω τα σιτάρκα τζιαι τους εφκαλύπτους
να σιύφκουν τζιαι να μου πασπατεύκουν τα μούτρα
τζιαι τες φοινιτζιές να γιναξιάζουν
όσον περνά ο τζιαρός
δίπλα που τες δόμες τζιαι τους ξεροποτάμους
τζιαι μεσ στες αυλάες της ψυσιής
της ψατζιής
της Aλόας τζιαι της Άσσιας
Παυση.
Όποθθεν στρίψω χάνουμαι.
Mεσ στα καντούνια τα αμέτρητα
με τα βαρέλια τζιαι τα ττέλλια
μεσ στες μολόσιες τζιαι τες καππαρκές
στη μεσην μιας σαχνιασμένης ασφάλτου
στο ποδά του ποτζιεί
στο ποτζιεί του ποδά.
Τζιαι γυρόν σιλιες σημαίες εφταλοήτικες
που πάνω στα κοντάρκα τους επαλλουκώσαν
τον θεόν
για τον αλλάχ
Που μπορεί να μεν τον λαλούν τζιαι τίποτε.
Που μπορεί να τον λαλούν τζιαι “Tιποτε”.
Όπου δικλίσω
όπου κάτσω, φάω, σηκωστώ, πληρώσω τζιαι φύω
τσακρά.
Όπου τζιοιμηθώ, ξυπνήσω τζιαι νιφτώ
όπου αγαπήσω
ότι αγαπήσω
βουρά τζιαι φεύκει
σαν τζιείνους που επήαν
μα παραπάνω σαν τους άλλους που εν να ρτουν
σαν τον ουρανόν που στάσσει ακόμα
κλάμαν
τζιαι αγωνίαν
μιαν μανίαν
να καταντζιαστούν σε συρτάρκα
ούλλα τα πιτσικλιασμένα στους τοίχους μυαλά.
Aνοιξη.
Tζιαι εξιχάστηκα πάλε
να ποταυρίζουμαι πάνω που πλιθαρένιους τοίχους
τζιαι πέτρινες καμάρες
εξεχάστηκα να θκιαβάζω
την ιστορίαν του αμμαθκιού που ποσιεπάζει.
Aπρίλης 1994
Comments
Post a Comment